ξοπίσω — επίρρ. 1. εξοπίσω, από πίσω 2. διαδοχικά, στη συνέχεια («τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ άλλο», Σολωμ.) 3. πάλι, εκ νέου, από την αρχή 4. κατόπιν, ύστερα, μετά, έπειτα («πάρε αυτό τώρα και ξοπίσω θα δούμε τί θα γίνει») 5. φρ. «μάς πήρε… … Dictionary of Greek
εξοπίσω — και ξοπίσω (AM ἐξοπίσω) 1. προς τα πίσω, πίσω πάλι 2. πίσω, στο ίδιο μέρος 3. από το ίδιο μέρος αρχ. χρον. στο μέλλον … Dictionary of Greek
ολοξοπίσω — επίρρ. συνεχώς πίσω («κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μαννούλα») 2. εντελώς πίσω, πίσω πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) + ξοπίσω] … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
αποπίσω — επίρρ. τοπ., ξοπίσω: Όπου κι αν πήγαινε, ο σκύλος ερχόταν αποπίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξωπίσω — βλ. ξοπίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)